δακτυλοδεικτούμενος

δακτυλοδεικτούμενος
(olumsuz) herkesin dilindeki, ibretlik

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δακτυλοδεικτούμενος — δακτυλοδεικτέω point with the finger pres part mp masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλοδεικτώ — φέρνω κάποιον ως παράδειγμα. Χρησιμοποιείται κυρίως η μετοχή δακτυλοδεικτούμενος άνθρωπος παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή: Ο γιος του είναι ένας δακτυλοδεικτούμενος εγκληματίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • показаѥмъ — (4*) прич. страд. наст. 1.Показываемый: но ти ˫ако же въ зрацѣ славы видѧху безъѡбразнаго. хотѣнию тѣмь. а не ес(с)тву въ зрацѣ показаему. КР 1284, 355г. 2. Тот, на которого показывают: и не подобаеть ѡбраза почитати паче истѣны. и агньцѧ на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -ούμενος — κατάλ. παθ. μτχ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων σε έω και όω (πρβλ. δηλούμενος, κρατούμενος).Παραδείγματα παθ. μτχ. σε ούμενος: αυξομειούμενος, βρισκούμενος, γραμματιζούμενος,… …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλοδεικτώ — (AM δακτυλοδεικτῶ, έω) δείχνω με το δάχτυλο νεοελλ. 1. προβάλλω ως παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή 2. (μτχ. παθ. ενεστ.) δακτυλοδεικτούμενος, η, ο όποιος επισύρει την προσοχή για κάποιον καλό ή κακό λόγο αρχ. δείχνω, συμβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • χειρόδεικτος — ον, Α δακτυλοδεικτούμενος, πασίγνωστος, ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δεικτός (< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλό δεικτος] …   Dictionary of Greek

  • δακτυλόδεικτος — η, ο διάσημος, περίφημος, δακτυλοδεικτούμενος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”